- σχεδογραφικός
- σχεδο-γραφικός, ή, όν, zum Schreiben, Zeichnen auf einer Tafel, einem Blatte gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχεδογραφικός — ή, όν, Μ [σχεδογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχεδογραφία*. επίρρ... σχεδογραφικῶς Μ με σχεδογραφικό τρόπο … Dictionary of Greek